- νηξίπους
- νηξίπους, -ουν (Α)αυτός που έχει πόδια κατάλληλα για κολύμβηση, που κολυμπά με τα πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆξις «κολύμβηση» + πούς «πόδι» συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηξιπόδων — νηξίπους webfooted masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηξίποδες — νηξίπους webfooted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek